- ἀγκυλότοξος
- ἀγκυλότοξοςwith crooked bowmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκυλότοξος — ἀγκυλότοξος, ον (Α) αυτός που έχει αγκύλο, κυρτό τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + τόξον] … Dictionary of Greek
ἀγκυλότοξον — ἀγκυλότοξος with crooked bow masc/fem acc sg ἀγκυλότοξος with crooked bow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλοτόξους — ἀγκυλότοξος with crooked bow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλοτόξων — ἀγκυλότοξος with crooked bow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλότοξοι — ἀγκυλότοξος with crooked bow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκύλος — η, ο (Α ἀγκύλος, η, ον) κυρτός, καμπύλος, γαμψός αρχ. 1. (για το ύφος τού λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος β) σαφής, λιτός 2. πονηρός, πανούργος 3. αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀγκ όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῡμαι,… … Dictionary of Greek